Το 62% των προσφυγόπουλων σχολικής ηλικίας που διαμένουν στις δομές φιλοξενίας της ηπειρωτικής χώρας και στα κέντρα υποδοχής των νησιών εγγράφονται στα σχολεία και τις τάξεις υποδοχής, ωστόσο το ποσοστό των παιδιών που φοιτά πραγματικά ανέρχεται μόλις στο 14,2%. Αυτό καταδεικνύει πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη για την εκπαιδευτική ένταξη παιδιών που διαβιούν σε δομές φιλοξενίας και ΚΥΤ, το οποίο δημοσιοποιείται σήμερα.
Συγκεκριμένα, στις δομές φιλοξενίας διέμεναν τον Ιανουάριο του 2021 10.431 παιδιά σχολικής ηλικίας. Από αυτά είχαν εγγραφεί στα σχολεία τα 6.472 και φοιτούσαν μόλις 1.483. Την ίδια ώρα το 82% των κέντρων φιλοξενίας που απάντησαν στο ερωτηματολόγιο του Συνηγόρου του Πολίτη δήλωσε αδυναμία στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση, λόγω έλλειψης εξοπλισμού και πρόσβασης στο διαδίκτυο. Οι αριθμοί είναι ακόμα χειρότεροι για τα κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης των νησιών, όπου ως τον Ιανουάριο 2021 φοιτούσαν μόλις επτά παιδιά, από τα 178 εγγεγραμμένα στα σχολεία και σε σύνολο 2.090 ανηλίκων σχολικής ηλικίας που διέμεναν σε αυτά.
Οι κύριοι λόγοι για τη μη φοίτηση των παιδιών στα σχολεία είναι, σύμφωνα με το πόρισμα, η απαγόρευση εξόδου των προσφύγων από τα κέντρα φιλοξενίας, η υποστελέχωση των τάξεων υποδοχής, τα προβλήματα στις μεταφορές παιδιών από τις δομές στα σχολεία (21 δομές δήλωσαν ότι δεν είναι σε θέση να υλοποιήσουν μεταφορές μαθητών), η έλλειψη εξοπλισμού για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση την περίοδο της πανδημίας, η μη διενέργεια εμβολίων και η προβληματική στάση διευθυντών σχολείων και διευθύνσεων εκπαίδευσης. Επίσης, στην έρευνα αναδεικνύεται η έλλειψη κενών θέσεων, προσωπικού και χώρων στα σχολεία περιοχών με αυξημένο πληθυσμό.
Σημειώνεται ότι η έρευνα του Συνηγόρου έγινε σε 36 δομές φιλοξενίας και κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης. Όπως παρατήρησε σε σχετική εκδήλωση η Θεώνη Κουφονικολάκου, βοηθός Συνήγορος του Παιδιού, «υπάρχουν δομές που ανταποκρίθηκαν καλύτερα στις σχολικές ανάγκες των παιδιών και αυτό μας δείχνει ότι τα προβλήματα αυτά δεν σχετίζονται αμιγώς με την πανδημία». Επίσης, η κ. Κουφονικολάκου έκανε λόγο για «αποσχολειοποίηση και συναισθηματική και ψυχική αποθάρρυνση μεγάλου πληθυσμού των παιδιών από την εκπαιδευτική διαδικασία», όπως προκύπτει από την έρευνα.
Ο γενικός γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας, Αλέξανδρος Κόπτσης, επισήμανε ότι στις πρωτόγνωρες συνθήκες της περσινής και φετινής χρονιάς «κάναμε ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό για να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις μιας εκπαίδευσης για όλους». Ως εμπόδια στην εκπαίδευση των παιδιών προσφύγων ανέφερε τη μετακίνηση του πληθυσμού, τη φοίτηση παιδιών «από διαφορετικό πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον με διαφορετικό οικονομικό και μορφωτικό κεφάλαιο» και τη διαφοροποίηση στο νομικό τους καθεστώς. Ο κ. Κόπτσης αναγνώρισε ότι στην τηλεκπαίδευση «είχαμε μεγάλο πρόβλημα», ωστόσο «δεν έλειψε η βοήθεια στους μαθητές αυτούς, όπου μπορέσαμε παρεμβήκαμε. Δώσαμε λαπτοπ δίνοντας προτεραιότητα στις τάξεις υποδοχής για να μην αποκλειστούν οι μαθητές αυτοί από την εκπαιδευτική διαδικασία». Τέλος, ο γενικός γραμματέας του υπουργείου προανήγγειλε τη δημιουργία ομάδων εργασίας με στόχο την αναβάθμιση των υποδομών στις δομές, ώστε να έχουν υπολογιστές και δίκτυα.
Ο πρώην υπουργός Παιδείας και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκος Φίλης, τόνισε ότι «η πανδημία έχει μεγαλώσει τις κοινωνικές ανισότητες και ειδικότερα στο χώρο της εκπαίδευσης και με την τηλεκπαίδευση αυτές οι ανισότητες έχουν αποκτήσει μεγάλες διαστάσεις και είναι ακόμα μεγαλύτερες για τα παιδιά προσφύγων και μεταναστών». Επίσης, χαρακτήρισε «αντιπαιδαγωγική και αντιδημοκρατική επιλογή την πρόταση της υφυπουργού Μετανάστευσης για μαθήματα μέσα στους καταυλισμούς» και υπογράμμισε ότι «το κρίσιμο είναι χωρίς αντιδικίες να συμφωνήσουμε ότι τα παιδιά αυτά πρέπει να ενταχθούν στο σύστημα της εκπαίδευσης».
Η συντονίστρια κοινωνικής υπηρεσίας του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες, Βασιλική Κατριβάνου, υπενθύμισε ότι η εκπαίδευση είναι ένα από τα «πιο βασικά και οργανικά οχήματα για ένταξη και συμπερίληψη και αφορά όλη την κοινωνικοποίηση των ανθρώπων». Ωστόσο, «η καθημερινότητα, η εκπαίδευση και τα δικαιώματα των προσφύγων δεν είναι στο προσκήνιο αλλά στο περιθώριο».
Σχετικά με την αδυναμία πρόσβασης στην τηλεκπαίδευση, ο διευθυντής του 87ου Δημοτικού Σχολείου Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης Αθήνας, Αλέξανδρος Καλιακάτσος παρατήρησε ότι από τους 288 εγγεγραμμένους μαθητές στο σχολείο (το 99% αυτών ανήκουν σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες) μόλις 14 μαθητές κατάφεραν να παρακολουθήσουν μαθήματα τηλεκπαίδευσης την πρώτη ημέρα εφαρμογής του μέτρου. Από την άλλη πλευρά, το σχολείο δικαιούται από το πρόγραμμα ψηφιακής μέριμνας να λάβει μόνο επτά τάμπλετ.
Η Πέπη Παπαδημητρίου, συντονίστρια εκπαίδευσης στη δομή της Ριτσώνας, ανέδειξε το πρόβλημα της μεταφοράς των μαθητών στα σχολεία, «καθώς η ευθύνη μετακυλήθηκε από τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης στις κατά τόπους περιφέρειες και δεν υπάρχει πλαίσιο ελέγχου της υλοποίησης του έργου από αυτές».
Σημειώνεται ότι την αποψινή εκδήλωση διοργάνωσε διαδικτυακά το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες σε συνεργασία με τις ΜΚΟ ‘Αρσις, Changemakers Lab, DRC Greece, Praksis, SolidarityNow και Terre des hommes Hellas.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ