Αποχαιρετούμε τον σπουδαίο ζωγράφο Μιχάλη Γκαρούδη (Michalis Garudis), που έφυγε από τη ζωή στα μέσα Οκτωβρίου, λίγες μόνο μέρες μετά τα εγκαίνια της επετειακής έκθεσης για τα 80 του χρόνια στην Arte Gallery στη Σόφια.
Γεννήθηκε το 1940 στο Ελληνοχώρι, Έβρου. Το 1948, στη διάρκεια του εμφυλίου, μεταφέρθηκε μαζί με άλλα παιδιά στη Βουλγαρία και κατόπιν στην Ουγγαρία.
Από το 1986 μέχρι τον θάνατό του έζησε και δημιούργησε στη Θεσσαλονίκη. Το 2011 τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Βουλγαρίας με το μετάλλιο των «Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου» για την προσφορά του στις τέχνες.
Συμμετείχε σε πλήθος ατομικών και ομαδικών εκθέσεων, ενώ έργα του βρίσκονται σε πολλά μουσεία της Βουλγαρίας και της Ελλάδας, στη Γαλλία, στην Αυστρία, στο Λουξεμβούργο, στην Ισπανία, στην Ιταλία και αλλού, καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές (αναφέρουμε ενδεικτικά: συλλογή Πιερίδη, Βορρέ, Γιάννη Ρίτσου, Omar Sharif, Akihito), και έχουν δημοπρατηθεί από οίκους όπως ο Sotheby’s.
Με ρίζες στον σουρεαλισμό και διάθεση φιλοσοφικού στοχασμού, το έργο του Γκαρούδη διακατέχεται από βαθιές υπαρξιακές αγωνίες. Η ζωή και ο θάνατος, το αιώνιο και το εφήμερο συνυπάρχουν στον ίδιο καμβά με ποιητικό συμβολισμό, δωρική λιτότητα, ευαισθησία και κριτική διάθεση.
Η επίδραση του χρόνου εμφανίζεται στο έργο του άλλοτε καταστροφική, δημιουργώντας χαραμάδες φθοράς στην αψεγάδιαστη ομορφιά της ύλης, και άλλοτε επουλωτική, λειαίνοντας τις πληγές όπως η θάλασσα σμιλεύει τα βότσαλα.
Το παρελθόν και το παρόν συνυπάρχουν σε έναν νέο ονειρικό χρόνο ως θραύσματα ζωής, μιας ζωής αποτελούμενης από στιγμές που μετατρέπονται σε σύμβολα, δημιουργώντας μια τέχνη με βαθιά διαστρωμάτωση των σημαινόμενων.
Δίνοντας μεγάλη προσοχή στη φόρμα και στη χρήση του φωτός, και χωρίς εκφραστικές εξάρσεις, οι ζωγραφικές συνθέσεις του Γκαρούδη είναι κυρίως συμμετρικές και στατικές. Η κίνηση υπονοείται˙ είτε προηγήθηκε, είτε έπεται. Είναι σαν να προσπαθεί συνεχώς να αποτυπώσει τη δύναμη της στιγμής που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο κύματα που σκάνε στην ακροθαλασσιά, της παύσης που εγγυάται την αιώνια κίνηση.
Πατώντας στον υπερρεαλισμό, ο Γκαρούδης χρησιμοποίησε συχνά στο έργο του τις τέχνες του collage και του assemblage για να συγκρίνει την απτή πραγματικότητα με την αναπαράστασή της. Καρφιά, κλαδιά, σκοινιά, και άλλα αντικείμενα που ξέβρασε η θάλασσα συνομιλούν με μια σχολαστική, σχεδόν φωτογραφική αναπαράσταση των αντικειμένων, δημιουργώντας οπτικές ψευδαισθήσεις για το τι είναι τρισδιάστατο και τι όχι.
Στη θεματολογία του κυριαρχεί το ελληνικό στοιχείο –η αρχαιότητα, η βυζαντινή παράδοση, η θάλασσα, η ελιά– σε μια προσπάθεια επαφής με τις ρίζες που κόπηκαν βίαια, μια προσπάθεια κατανόησης, συμφιλίωσης και επούλωσης. Γρήγορα ωστόσο, το ελληνικό γίνεται πανανθρώπινο μέσα από την ποιητική διάσταση του έργου του.