Ενώ όλος ο κόσμος περιμένει ένα ασφαλές και αποτελεσματικό εμβόλιο για το νέο κορονοϊό, δύο Αμερικανοί επιστήμονες παρουσίασαν μια νέα απρόσμενη -και αναπόδεικτη προς το παρόν- θεωρία ότι οι μάσκες μπορούν να λειτουργήσουν και ως άτυπο «εμβόλιο», καθώς εκθέτουν όσους τις φορούν σε λίγο μεν αλλά αρκετό ιό, ώστε σε μερικούς τουλάχιστον ανθρώπους να πυροδοτείται μια προστατευτική αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος τους.
Εφόσον αυτό ισχύει και η χρήση της μάσκας είναι γενικευμένη, υποτίθεται ότι θα αυξάνεται η ανοσία στον πληθυσμό, θα περιορίζεται σταδιακά η εξάπλωση του ιού SARS-CoV-2 και η σοβαρότητα της νόσου Covid-19, ενώ ολοένα περισσότεροι άνθρωποι (έως το 80% από περίπου 40% σήμερα) θα είναι ασυμπτωματικοί, σύμφωνα με τους δύο λοιμωξιολόγους Μόνικα Γκάντι και Τζορτζ Ράδερφορντ του Τμήματος Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό “New England Journal of Medicine”.
Οι δύο επιστήμονες, σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», εμπνεύστηκαν την ιδέα τους από την παλαιά πρακτική της σκόπιμης έκθεσης των ανθρώπων σε παθογόνους μικροοργανισμούς, κάτι που ξεκίνησε με την ευλογιά, μια ριψοκίνδυνη πρακτική που τελικά εγκαταλείφθηκε, αλλά άνοιξε τον δρόμο για τη δημιουργία των σύγχρονων εμβολίων.
Ασφαλώς οι μάσκες δεν αποτελούν υποκατάστατο ενός εμβολίου, αλλά στοιχεία από ζώα που έχουν μολυνθεί με τον κορονοϊό δείχνουν ότι πιθανώς οι μάσκες, περιορίζοντας σημαντικά τον αριθμό των σωματιδίων του κορονοϊού που εισέρχονται στο σώμα, μειώνουν τον κίνδυνο να αρρωστήσει κανείς. Από την άλλη, εφόσον αναπόφευκτα ένας μικρός αριθμός μολυσμένων με τον ιό σταγονιδίων τελικά περνούν τη μάσκα και διεισδύουν στον οργανισμό, αυτό μπορεί σταδιακά να ωθεί το ανοσοποιητικό σύστημα να παράγει αυξημένα αμυντικά κύτταρα και κύτταρα μνήμης, που θα θυμούνται τον «εισβολέα» και μπορούν να τον καταπολεμήσουν καλύτερα.
Σύμφωνα με τη δρα Γκάντι, οι μάσκες αυξάνουν τα ποσοστά των ασυμπτωματικών φορέων του κορονοϊού και αυτό πιθανώς είναι ένας έμμεσος τρόπος εμβολιασμού του πληθυσμού. Κάτι τέτοιο βεβαίως δεν σημαίνει ότι κανείς πρέπει να μη φοράει πια μάσκα. «Αυτό επουδενί δεν αποτελεί σύσταση, ούτε για πάρτι του ιού», όπως είπε.
Η θεωρία όμως δεν μπορεί να αποδειχθεί, αν δεν γίνουν κλινικές δοκιμές που θα συγκρίνουν την κλινική πορεία ανθρώπων με μάσκες με εκείνους χωρίς μάσκες, ένα πείραμα πέρα από τα αποδεκτά βιοηθικά όρια. Άλλοι επιστήμονες εμφανίστηκαν πάντως επιφυλακτικοί, καθώς δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για να υποστηρίξουν την καινοφανή θεωρία. Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να δημιουργηθεί σε ορισμένους ανθρώπους ένα παραπλανητικό αίσθημα εφησυχασμού ή, αντίθετα, να δοθεί τροφή στους επικίνδυνους ισχυρισμούς ότι δήθεν οι μάσκες είναι τελείως άχρηστες, αφού δεν εμποδίζουν πλήρως τον ιό να εισχωρήσει στο σώμα.
Η νέα θεωρία βασίζεται σε δύο προς το παρόν αναπόδεικτες υποθέσεις: αφενός ότι οι χαμηλότερες δόσεις του ιού οδηγούν σε λιγότερο σοβαρή λοίμωξη Covid-19 και αφετέρου ότι οι ασυμπτωματικοί ασθενείς ή εκείνοι με ήπια συμπτώματα μπορούν να έχουν και αυτοί μακροχρόνια ανοσιακή αντίδραση. Η ύπαρξη και μελέτη του νέου κορονοϊού SARS-CoV-2 για λίγους μόνο μήνες δεν έχει επιτρέψει έως τώρα στους επιστήμονες να δώσουν βέβαιη απάντηση στις δύο παραπάνω υποθέσεις.
Πειράματα πάντως σε τρωκτικά στην Κίνα φέτος έδειξαν ότι όσα ζώα προστατεύονταν από μάσκα, ήταν λιγότερο πιθανό να μολυνθούν από τον κορονοϊό, αλλά και όταν μολύνονταν, αρρώσταιναν λιγότερο σοβαρά σε σχέση με εκείνα χωρίς μάσκα. Παρατηρήσεις σε ανθρώπους φαίνεται να επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Όσο ευρύτερη είναι η χρήση μάσκας σε μια περιοχή ή χώρα, τόσο τα κρούσματα τείνουν να μειωθούν, ενώ αν και η μάσκα δεν μπλοκάρει το 100% των σωματιδίων του ιού, φαίνεται πως όσοι αρρωσταίνουν, έχουν λιγότερο σοβαρά συμπτώματα, ίσως επειδή μικρότερη ποσότητα του ιού διείσδυσε στον οργανισμό τους.
Στοιχεία που να συνδέουν τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων με τη δόση του μικροβίου, έχουν βρεθεί και σε άλλους παθογόνους μικροοργανισμούς, όπως οι ιοί της γρίπης και τα βακτήρια της φυματίωσης. Παραμένει πάντως δύσκολο να προσδιοριστεί -όπως συμβαίνει και με το νέο κορονοϊό- ποια είναι η λοιμογόνος δόση που θα αρρωστήσει κάποιον. Αυτή φαίνεται να διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο και εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως το γενετικό υπόβαθρο, η κατάσταση του ανοσοποιητικού συστήματος, η ανατομία των ρινικών κοιλοτήτων κ.α.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
https://www.nejm.org/doi/full/10.1056/NEJMp2026913