Σύμφωνα με τα ευρήματα μιας νέας βρετανικής μελέτης, όσοι έχουν προσβληθεί από τον κορονοϊό είναι πιθανότερο να τον μεταδώσουν σε άλλους κατά το διάστημα των πρώτων 5 ημερών από την έναρξη των συμπτωμάτων τους. Από την εν λόγω έρευνα επιβεβαιώνεται η υποψία των επιστημόνων ότι, στο αρχικό στάδιο της λοίμωξης που προκαλεί ο SARS-CoV-2, όταν δηλαδή το ιικό φορτίο είναι συνήθως μεγαλύτερο, ο ασθενής είναι πιο μεταδοτικός.
Όπως έδειξε η νέα μελέτη, ο SARS-CoV-2 φάνηκε «ζωντανός» (μπορούσε δηλαδή να αναπαράγεται και να μεταδίδεται σε άλλους) σε διάστημα έως περίπου 9 ημέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων. Το πόσο ακριβώς μεταδοτικός είναι ο ασθενής εξαρτάται από διάφορους παράγοντες (όπως π.χ. το ιικό φορτίο) επισημαίνουν οι ερευνητές.
Οι υπεύθυνοι της μελέτης διαπίστωσαν ότι ο αριθμός των σωματιδίων του ιικού RNA (γενετικού υλικού του κορονοϊού) παρουσιάζει κορύφωση στο λαιμό των ασθενών τη στιγμή που ξεκινούν τα συμπτώματα και μέσα στις επόμενες πέντε ημέρες.
Σε δείγματα από το λαιμό και τη μύτη των ασθενών, οι επιστήμονες εντόπισαν αδρανή τμήματα του RNA του κορονοϊού, κατά μέσο όρο, μέχρι 17 μέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων. Το μεγαλύτερο διάστημα ανίχνευσης του ιού στο ανώτερο αναπνευστικό σύστημα ήταν 83 μέρες, στο κατώτερο αναπνευστικό 59 μέρες, στο αίμα 60 μέρες, ενώ στα κόπρανα 126 μέρες.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι , επειδή δεν ανιχνεύθηκε βιώσιμος και αναπαραγόμενος κορονοϊός πέρα από την ένατη μέρα από τα πρώτα συμπτώματα των ασθενών, είναι απίθανο, στην πλειοψηφία τους, να τον μεταδώσουν περίπου μετά τις 9 μέρες λοίμωξης.
Όπως ανέφερε η επικεφαλής της έρευνας, «μόλις εμφανίζουν συμπτώματα, όσο ήπια και αν είναι αυτά, οι άνθρωποι πρέπει να απομονώνονται το γρηγορότερο. Μέχρι να πάρουν το αποτέλεσμα του τεστ που έχουν κάνει, μπορεί να έχουν περάσει την πιο μεταδοτική φάση τους».
Οι επιστήμονες δημοσίευσαν τα αποτελέσματα της μελέτης τους στο ιατρικό περιοδικό «Lancet Microbe».
Πηγές: BBC/ ΑΠΕ-ΜΠΕ